κτοίνα

κτοίνα
κτοίν-α or [full] κτοῖνα, , ([etym.] κτίζω) Rhod. name for
A a local division, like [dialect] Att. δῆμος, township, IG12(1).694, 1033, al.; cf. κτύναι ἢ κτοῖναι· χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος, Hsch. (also [full] πτοίνα BCH10.261).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κτοίνα — και κτοῑνα, ἡ (Α) επιγρ. 1. (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. τής Ρόδου) υποδιαίρεση τής φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους τής Αττικής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κτῡναι ἢ κτοῑναι χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος».… …   Dictionary of Greek

  • κτοῖναι — κτοῖνα a local division fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτοινάτης — και κτοινέτης, ὁ (Α) [κτοίνα] επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτοίνα*, μέλος τής κτοίνας …   Dictionary of Greek

  • k̂Þei- —     k̂Þei     English meaning: to settle     Deutsche Übersetzung: ‘siedeln, sich ansiedeln, eine Niederlassung grũnden”     Material: O.Ind. kṣēti, kṣiyáti “ stays, dwells “, Av. šaēiti ds., O.Ind. kṣití , Av. šiti “ residence, settlement”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άκτοινος — ἄκτοινος, ον στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει αυτόν που δεν έχει κτοῑναν, δηλ. τμήμα γης (ονομαστική πληθυντικού στη Μυκηναϊκή a ko to no). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτοῖνα] …   Dictionary of Greek

  • τρίκτοινοι — οἱ, Α ονομασία μιας εταιρείας στη Ρόδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κτοίνα, υποδιαίρεση τής φυλής, συνήθως στη Ρόδο, αντίστοιχη προς τους δήμους τής Αττικής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”